ἐρωμανής — maddened by love masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωμανῆ — ἐρωμανής maddened by love neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐρωμανής maddened by love masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐρωμανής maddened by love masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωμανές — ἐρωμανής maddened by love masc/fem voc sg ἐρωμανής maddened by love neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωμανέεσσι — ἐρωμανής maddened by love masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωμανέεσσιν — ἐρωμανής maddened by love masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωμανέος — ἐρωμανής maddened by love masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωμανέσιν — ἐρωμανής maddened by love masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωμανῶς — ἐρωμανής maddened by love adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτομανής — ές και ερωμανής, ές (AM ἐρωτομανής, ές και ἐρωμανής, ές) αυτός που βρίσκεται διαρκώς σε ερωτική έξαψη νεοελλ. αυτός που πάσχει από ερωτομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + μανής < μαίνομαι] … Dictionary of Greek
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek